- κοινός
- -ή, -ό (AM κοινός, -ή, -όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, -όν)1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.)2. αυτός που προσιδιάζει σε όλους ή χαρακτηρίζει όλους (α. «κοινές ιδιότητες τών σωμάτων» β. «κοινό γνώρισμα»)3. ο πολύ διαδεδομένος, πολύ γνωστός («κοινό μυστικό»)4. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Κοινήη καθομιλούμενη γλώσσα5. το θηλ. ως ουσ. η κοινήη πόρνη6. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κοινάοι υποθέσεις τής πολιτείας, τα δημόσια, τα κοινά πράγματα7. φρ. «κοινός τόπος» — κοινοτοπίανεοελλ.1. ο μη διακρινόμενος, μέτριος, απλός (α. «κοινό ύφασμα» β. «κοινός θνητός»)2. συνεταιρικός, συντροφικός («κοινή εταιρεία»)3. το ουδ. ως ουσ. το κοινόα) ο πληθυσμός, ο κόσμος, η κοινωνία χωρίς διάκριση («το ελληνικό κοινό αντέδρασε θετικά στην έκκληση τών επιστημόνων για την προστασία τού περιβάλλοντος»)β) σύνολο ή κατηγορία ανθρώπων που μετέχει ή παρακολουθεί μια κοινωνική ή άλλη δραστηριότητα (α. «το αγοραστικό κοινό» β. «το φίλαθλο κοινό» γ. «το αναγνωστικό κοινό»)γ) σύνολο ανθρώπων που συμμετέχει ή παρευρίσκεται σε μια δεδομένη πολιτιστική ή άλλη εκδήλωση («το κοινό τού θεάτρου»)δ) σύνολο ανθρώπων που έχουν προτίμηση ή τρέφουν θαυμασμό προς τον δημιουργό ενός λογοτεχνικού, καλλιτεχνικού, επιστημονικού ή άλλου έργου (α. «το κοινό τού συγγραφέα» β. «το κοινό τού καλλιτέχνη»)4. φρ. α) «κοινή γνώμη» — το σύνολο τών προσωπικών απόψεων, πεποιθήσεων και τοποθετήσεων για κάποιο συγκεκριμένο θέμα, λίγο ή πολύ ενδιαφέρον, οι οποίες εκφράζονται σε μια ορισμένη στιγμή από ένα μεγάλο μέρος ή την ολότητα τής κοινωνίαςβ) «Κοινή Αγορά» — η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότηταγ) «κοινός νους»(φιλοσ.) το σύνολο τών γνωμών που έχουν γίνει γενικά αποδεκτές σε έναν ορισμένο κοινωνικό χώρο και σε μια δεδομένη εποχή, με αποτέλεσμα να θεωρούνται ως αναμφισβήτητες αλήθειες για κάθε λογικό άνθρωποδ) «κοινός διαιρέτης» — ο αριθμός που διαιρεί ακριβώς δύο ή περισσότερους άλλους αριθμούςε) «κοινό πολλαπλάσιο» — ο αριθμός που είναι πολλαπλάσιο δύο ή περισσότερων αριθμώνστ) «από κοινού» — μαζίνεοελλ.-μσν.το ουδ. ως ουσ. το κοινό(ν)το πλήθος, ο λαόςμσν.1. το ουδ. ως ουσ. τὸ κοινόνη κοινή μοίρα τών ανθρώπων2. κοινοκτημοσύνη3. φρ. α) «ὁ κοινὸς λαός» — η λαϊκή τάξηβ) «κοινή αὐλή» — πολιτικό δικαστήριογ) «κοινή φωνή» — η γλώσσα τού λαούδ) «τά κοινά γράμματα» — τα στοιχειώδη γράμματαμσν.-αρχ.(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ κοινοίο λαόςαρχ.1. (για πρόσ.) όμαιμος, ομοπάτριος («ὦ κοινὸν αὐτάδελφον Ἰσμήνης κάρα», Σοφ.2. κοινωνός, μέτοχος3. αμερόληπτος, ουδέτερος, δίκαιος4. ομιλητικός, προσηνής, αβρός5. (για γεγονότα) αυτός που έχει τα ίδια αποτελέσματα για όλους6. (για χρυσό) ο μη αμιγής, ο αναμεμιγμένος με ευτελή μέταλλα7. (για συλλαβή) αυτή που είναι άλλοτε μακρόχρονη και άλλοτε βραχύχρονη8. (για ποιήματα) αυτός που έχει ακαθόριστη μετρική μορφή9. (η δοτ. εν. τού θηλ. ως επίρρ.) κοινῇα) από κοινούβ) δημοσίως10. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ κοινόνα) η πολιτεία, το δημόσιοβ) ομοσπονδιακή ένωση δύο ή περισσότερων πόλεωνγ) ιδιωτική εταιρεία, όμιλος συνεταίρωνδ) επαγγελματική ένωσηε) συμβούλιο αρχόντωνστ) θρησκευτικός σύλλογοςζ) ένωση για συλλογή εράνων για οποιοδήποτε σκοπόη) κυβέρνηση, δημόσιες αρχέςθ) το δημόσιο ταμείοι) τα δίκαια τών πολιτών11. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά κοινάτα χρήματα τού δημοσίου12. (ο συγκριτ.) κοινότερος, -έρα, -ον(για πολίτευμα) ο πιο φιλελεύθερος, ο λαϊκότερος13. (ο υπερθετ. ουδ. ως ουσ.) τὸ κοινότατοντο γενικό συμφέρον τού λαού14. φρ. α) «ἀπὸ τοῡ κοινοῡ» — με δημόσια εξουσίαβ) «σὺν τῴ κοινῷ» — με κοινή συγκατάθεσηγ) «ἐκ κοινοῦ» — από το δημόσιο ταμείοδ) «ἀπὸ κοινοῡ» — με δημόσια δαπάνηε) «κοινός τόπος»(ρητορ.) όρος που δηλώνει την τελευταία περίοδο τών λόγων που έχουν συντεθεί για άσκησηστ) «κοιναὶ ἔννοιαι»(λογ.) α) αξιώματαβ) γενικές αρχές μιας επιστήμης.επίρρ...κοινά και κοινώς (AM κοινῶς)1. με κοινό τρόπο2. γενικά, με γενικό, συνηθισμένο τρόπο3. σε κοινή διάλεκτο, σε κοινή γλώσσα («όπως λέγεται κοινώς...»)αρχ.1. από κοινού, μαζί2. δημόσια, φανερά3. απερίφραστα4. με κοινή ή ευρεία σημασία5. με κοινωνικό τρόπο, κοινωνικώς όπως και οι άλλοι πολίτες.[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την παραδοσιακή ετυμολογία τής λ., το κοινός προέρχεται από το *κον-ιός (με επένθεση τού ι). Το θ. *κον- συνδέεται με το λατ. cum, το γαλατ. com-, το γοτθ. ga- και το αλβ. ke, που όλα σημαίνουν «μαζί», ανάγεται δε στο ΙΕ επίρρ. *kom «μαζί». Το επίθημα -ιo- θεωρείται ότι αντιπροσωπεύει εδώ τη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *ei- «πηγαίνω» (πρβλ. εἶμι). Η αρχική σημ. τής ΙΕ λ. ήταν, επομένως, «συνοδοιπόρος». Νεώτερες απόψεις συνδέουν με το κοινός τη μυκηναϊκή μτχ. παρακμ. kekemena, που χαρακτήριζε τις εκτάσεις οι οποίες αποτελούσαν ιδιοκτησία τού δήμου, καθώς και με την ομηρική μτχ. κείων «διασχίζων, διαχωρίζων». Στην περίπτωση αυτή το κοινός ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα *koi- τής ΙΕ ρίζας *kei- «μοιράζω» (βλ. και λ. κεάζω).ΠΑΡ. κοινότης(-τα)αρχ.κοινάν, κοινείον, κοινεών, κοινισμός, κοινίτης, κοινώ, κοινών νεοελλ. κοινάτο.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κοινοβιακός, κοινοβιάρχης, κοινόβιο(ν), κοινόβιος, κοινοβιότης (-τα), κοινοβουλευτικός, κοινοβούλιο, κοινογαμία, κοινόλεκτος, κοινολεκτώ, κοινολεξία, κοινολογώ, κοινοποιώ, κοινοπραγία, κοινοπραγώ, κοινοτάφιο(ν)αρχ.κοινοβίωσις, κοινοβιώτης, κοινοβούλης, κοινόβουλος, κοινοβουλώ, κοινοβωμία, κοινογάμια (τα), κοινογενής, κοινογονία, κοινοδέσποτος, κοινοδημεί, κοινοδήμιον, κοινόδημος, κοινοδικαστήριον, κοινοδίκαιον, κοινοδίκιον, κοινόδικος, κοινοδρομώ, κοινοθανής, κοινοθυλακώ, κοινοκρατηρόσκυφος, κοινόλεκτρος, κοινομετρώ, κοινονοημοσύνη, κοινοπάτωρ, κοινόπλους, κοινοποιός, κοινοπορφυρούς, κοινόπους, κοινοταφής, κοινοτελής, κοινότοκος, κοινοτροφικός, κοινοφαγία, κοινοφιλής, κοινόφρων, κοινοφυήςαρχ.-μσν.κοινοεργής, κοινολεχής, κοινοπαθήςμσν.κοινοβιαρχώ, κοινοβλαβής, κοινογραφώ, κοινοεργώ, κοινολαΐτης, κοινομήτωρ, κοινόμικτος, κοινοπάθεια, κοινοπληθής, κοινοπρεπής, κοινοχρηστίαμσν.- νεοελλ.κοινοβιαρχία, κοινοβιάτης, κοινοποίησις, κοινοπολιτεία, κοινοπολιτικός, κοινοπραξίανεοελλ.κοινάδελφος, κοιναισθησία, κοιναισθητικός, κοινέγχυμα, κοινοβουλευτισμός, κοινογαμέτης, κοινοκτημοσύνη, κοινοκτήμων, κοινοκύτταρο, κοινολεκτικός, κοινολόγημα, κοινολόγησις, κοινομυΐα, κοινοπολιτειακός, κοινοσάρκιο, κοινόστεο, κοινοτάρχης, κοινοτοπία, κοινοτοπικός, κοινόχρηστος. (Β' συνθετικό) επίκοινος, πάγκοινοςαρχ.άκοινος, δημόκοινος, μετάκοινος, σύγκοινος, φιλόκοινος].
Dictionary of Greek. 2013.